Λίνκολν

Λίνκολν
I
(Lincoln). Πόλη (85.616 κάτ. το 2001) της Αγγλίας, πρωτεύουσα της κομητείας Λινκολνσάιρ (Lincolnshire, 5.921 τ. χλμ., 634.300 κάτ.). Το παλαιότερο τμήμα της εκτείνεται ακανόνιστα στις πλαγιές λόφου και οι δρόμοι του είναι τόσο απότομοι που δεν επιτρέπουν τη διάβαση οχημάτων. Στο καινούργιο τμήμα της, στις δύο όχθες του ποταμού Γουίταμ, βρίσκονται τα σπουδαιότερα κτίρια, το εμπορικό κέντρο και οι βιομηχανίες. Σήμερα το Λ. διαθέτει αρκετά ανεπτυγμένο εμπόριο και βιομηχανία (γεωργικά προϊόντα, εργοστάσια ζυθοποιίας, μηχανοκατασκευές, γεωργικά εργαλεία, ηλεκτρονικό εξοπλισμό κ.ά.). Στην πόλη δεσπόζει ο περίφημος καθεδρικός ναός, λαμπρό μνημείο του παρελθόντος, που ιδρύθηκε το 1806 σε γοτθικό ρυθμό. Το μήκος του είναι 157 μ. και το πλάτος 25 μ. Στο κεντρικό κωδωνοστάσιο είναι κρεμασμένη η περίφημη καμπάνα Μέγας Θωμάς του Λ. Τα τύμπανα και οι πυλώνες του κοσμούνται με τα ωραιότερα δείγματα γλυπτικής του 13ου αι. Άλλα σημαντικά μνημεία είναι ο Οίκος των Εβραίων (12ος αι.), ένας ναός του 13ου αι., οι πύλες τειχών (14ος-15ος αι.), ρωμαϊκή πύλη του 14ου αι. κ.ά.
Ιστορία. Το Λ., χτισμένο στη θέση της ρωμαϊκής αποικίας Λίντο, που έγινε έδρα επισκοπής τον 11o αι., διατήρησε τη σπουδαιότητά του και κατά τον Μεσαίωνα. Υπήρξε μία από τις κυριότερες πόλεις της Μερκίας και μέλος της Πεντάπολης. Διατήρησε την εμπορική του ακμή έως τον 14o αι., ενώ την εποχή της Μεταρρύθμισης άρχισε να παρακμάζει. Στο Λ. οι οπαδοί του Ερρίκου Γ’ νίκησαν τους αντιπάλους τους οπαδούς του Λουδοβίκου της Γαλλίας.
Ο καθεδρικός ναός της πόλης Λίνκολν στην Αγγλία (φωτ. ΑΠΕ).
II
(Lincoln). Πόλη (225.581 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, πρωτεύουσα της πολιτείας Νεμπράσκα. Είναι χτισμένη στον ποταμό Σολτ Κρικ. Αποτελεί σημαντικό εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο, το κυριότερο της περιοχής (βιομηχανία τροφίμων και ιδιαίτερα προϊόντων γάλακτος, μεταλλουργία, βυρσοδεψία, εριουργία, χημικές βιομηχανίες, καθώς και ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού).
Το Λ. ιδρύθηκε το 1864 με την ονομασία Λάνκαστερ και ορίστηκε πρωτεύουσα της Νεμπράσκα το 1867, οπότε απέκτησε τη σημερινή του ονομασία. Το πιο αξιόλογο από τα μνημεία της πόλης είναι το Καπιτώλιο, στη δυτική είσοδο του οποίου είναι στημένος μπρούντζινος ανδριάντας του άλλοτε προέδρου της Αμερικής Άμπραχαμ Λίνκολν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Λίνκολν, Άμπραχαμ — (Abraham Lincoln, Χότζενσβιλ, Κεντάκι 1809 – Ουάσινγκτον 1865). Αμερικανός νομικός και πολιτικός, ο 16ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1861 65). Ο πατέρας του ήταν πιονέρος αγρότης, ο οποίος ζούσε από το κυνήγι και τα προϊόντα των χωραφιών που καλλιεργούσε ο …   Dictionary of Greek

  • Έλσγουορθ, Λίνκολν — (Linkoln Ellsworth, Σικάγο 1880 – Νέα Υόρκη 1951). Αμερικανός εξερευνητής. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Γέιλ και Κολούμπια και το 1909, ως μηχανικός μεταλλείων, διεξήγαγε έρευνες για την ανακάλυψη χρυσοφόρων κοιτασμάτων στην Αλάσκα. Στα χρόνια που… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Νεμπράσκα — (Nebraska). Ομόσπονδη Πολιτεία (200.350 τ. χλμ., 1.713.235 κάτ. το 2001) των κεντρικών βορειοδτικών ΗΠΑ που συνορεύει με τη Νότια Ντακότα στα Β, την Αιόβα στα Α, το Μισούρι στα ΝΑ, το Κάνσας στα Ν, το Κολοράντο στα ΝΔ και το Γουαϊόμινγκ στα Δ.… …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Γκρόπιους, Βάλτερ — (Walter Gropius, Βερολίνο 1883 – Λίνκολν, Μασαχουσέτη 1969).Γερμανός αρχιτέκτονας και θεωρητικός. Υπήρξε ο ιδρυτής του Μπάουχαους (Bauhaus). Καταγόταν από οικογένεια στην οποία το επάγγελμα του αρχιτέκτονα αποτελούσε παράδοση. Παρακολούθησε πρώτα …   Dictionary of Greek

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • Μπουθ, Τζον — (John Booth, 1838 – 1865). Αμερικανός ηθοποιός, δολοφόνος του Αβραάμ Λίνκολν. Ήταν αδελφός του περίφημου Αμερικανού ηθοποιού Έντουιν Μ. Αρχικά εργάστηκε σαν ηθοποιός έως το 1863, οπότε εγκατέλειψε τη σκηνή και πήρε μέρος στον Εμφύλιο πόλεμο. Μετά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”